ὀλονθοφόρος

ὀλονθοφόρος
ὀλονθο-φόρος, ον,
A bearing ὄλονθοι, Id.CP5.1.8, Anon. ([etym.] ὁ φιλόσοφος) ap.Ath.3.77f, PCair.Zen.33.12 (iii B. C.). (In this group ὀλονθ- is found in good codd. of Hdt.1.193, Hp.Nat.Mul.10,17,33, Mul.1.78, 2.112,113,117, Ath. l.c., corroborated by PCair.Zen.l. c. ; ὀλυνθ- elsewhere, as also in ὀλυνθάζω, ὀλύνθη, ὀλυνθηφόρος.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ολονθοφόρος — ὀλονθοφόρος, ον (Α) αυτός που παράγει πρώιμα ή άγουρα σύκα («ἄλλο γένος συκῆς... ὀλονθοφόρον», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλονθος (ΙΙ) «άγουρο σύκο» + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • ὀλονθοφόρον — ὀλονθοφόρος bearing masc/fem acc sg ὀλονθοφόρος bearing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • ολονθοφορώ — ὀλονθοφορῶ, έω (Α) [ολονθοφόρος] παράγω πρώιμα ή άγουρα σύκα («εἴ τινες ἄρα τῶν συκῶν ὀλονθοφοροῡσιν», Θεόφρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”